ᾠοτοκεῖται

ᾠοτοκεῖται
ᾠοτοκέω
lay eggs
pres ind mp 3rd sg (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ωοτοκώ — ᾠοτοκῶ, έω, ΝΜΑ [ωοτόκος] (αμτβ.) (για ζώο) α) γεννώ αβγά β) είμαι ωοτόκος, αναπαράγομαι με ωοτοκία αρχ. 1. (για φυτό) παράγω σπόρο 2. (το ουδ. μτχ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) τὰ ᾠοτοκοῡντα τα ωοτόκα 3. παθ. ᾠοτοκοῡμαι, έομαι γεννιέμαι όπως το αβγό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”